- πολυϊδρίδας
- πολυ-ϊδρίδας, α, ὁ, = sq., S.Inach. in PTeb. 692 ii 1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυϊδρίδας — ὁ, Α ο πολύϊδρις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πολύϊδρις] … Dictionary of Greek